συμπόρευση — συμπόρευσις, εύσεως, ἡ, ΝΜ [συμπορεύομαι] το να ακολουθεί κανείς την ίδια πορεία, να συμπορεύεται με άλλον … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
μόσκος — Επώνυμο Κρητικών ζωγράφων, οι οποίοι ειδικεύονταν στην αγιογραφία. 1. Ηλίας (; – Ζάκυνθος 1682). Καταγόταν από το Ρέθυμνο, αλλά σταδιοδρόμησε επαγγελματικά στη Ζάκυνθο. Τα ελάχιστα βιογραφικά στοιχεία που είχαν περισυλλέγει από το κατεστραμμένο,… … Dictionary of Greek
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
συνοδοιπορία — η, ΝΜΑ [συνοδοιπόρος] κοινή οδοιπορία, συμπόρευση … Dictionary of Greek